δημοσιη

δημοσιη
    δημοσίῃ
    adv. ион. = δημοσίᾳ См. δημοσια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δημοσιη" в других словарях:

  • δημοσίῃ — δημόσιος belonging to the people fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσίηι — δημοσίῃ , δημόσιος belonging to the people fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνογάμια — κυνογάμια, τὰ (Α) τελετή γάμου κυνικού φιλοσόφου («Ἱππαρχίαν... δημοσίῃ ἔγημε καὶ τά κυνογάμια ἐν τῇ Ποικίλη ἐτέλεσε», Θεοδώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γάμια (< γάμος), πρβλ. θεο γάμια, κοινο γάμια] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»